-
1 ποιμαντική
-
2 ποιμαντικῇ
-
3 Ποιμαντική
Ποιμαντική ηПастырское богословие, изучающее обязанности и возможности священнослужителей в духовном руководстве верующимиΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ποιμαντική
-
4 ποιμαντική
ποιμαντικόςpastoral: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 ποιμαντικός
ποιμαντικός, zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, sc. τέχνη, die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp.
-
6 ποιμαντικός
η, ό[ν] церк, пастырский;ποιμαντική ράβδος — епископский посох
-
7 ποιμαντικήι
-
8 ποιμαντικῆι
-
9 ποιμαντικός
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ποιμαντικός
-
10 ποιμαντικός
ποιμαντικός, zum Weiden gehörig, geschickt; ἡ ποιμαντική, sc. τέχνη, die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten
См. также в других словарях:
ποιμαντική — η θεολογικό μάθημα που διδάσκει τον τρόπο της πνευματικής καθοδήγησης των πιστών: Στη Θεολογική Σχολή υπάρχει και έδρα της ποιμαντικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιμαντικῇ — ποιμαντικός pastoral fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμαντική — ποιμαντικός pastoral fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμαντικῆι — ποιμαντικῇ , ποιμαντικός pastoral fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμαντικός — ή, ό / ποιμαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμαίνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, ποιμενικός, βουκολικός («ποιμαντική βακτηρία», Γρηγ. Ναζ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο ποιμαντορικός («ποιμαντική… … Dictionary of Greek
пастоушьство — ПАСТОУШЬСТВ|О (1*), А с. Пастушество, занятие пастуха. Образн.: пастушство мужа ѿ негоже разбогатѣ множа˫а незнамениты(х) овець. паче притѧжа въ знамениты˫а. (ποιμαντική). ГБ к. XIV, 173г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
Αιμιλιανός — I (Marcus Aemilius Aemilianus, Μαυριτανία 206 – Σπολέτο Ιταλίας 253 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253). Ως διοικητής της Μοισίας απέκρουσε επιδρομές Γότθων και αναγορεύτηκε αυτοκράτορας από τον στρατό του το 252. Στις αρχές του 253 εισέβαλε στην… … Dictionary of Greek
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek
Ελευθερουπόλεως, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Ελευθερούπολη Καβάλας. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 38 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 48 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν το ανδρικό μοναστήρι Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου Νικήσιανης και οι… … Dictionary of Greek
Νεκτάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (381 397). Καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας και ήταν συγκλητικός. Αν και ήταν λαϊκός και μάλιστα αβάφτιστος, εξαιτίας της αγιότητας της ζωής του εκλέχτηκε Πατριάρχης … Dictionary of Greek